- υπναλέος
- -α, -ο / ὑπναλέος, -α, -ον, ΝΑαυτός που νυστάζει εύκολα, που τόν πιάνει εύκολα ο ύπνοςνεοελλ.αυτός που τού αρέσει πολύ ο ύπνος, υπναράςαρχ.αυτός που φέρνει ύπνο, υπνωτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. νυστ-αλέος, πειν-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.