υπναλέος

υπναλέος
-α, -ο / ὑπναλέος, -α, -ον, ΝΑ
αυτός που νυστάζει εύκολα, που τόν πιάνει εύκολα ο ύπνος
νεοελλ.
αυτός που τού αρέσει πολύ ο ύπνος, υπναράς
αρχ.
αυτός που φέρνει ύπνο, υπνωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. νυστ-αλέος, πειν-αλέος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπναλέος — seen in sleep masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπναλέος — α, ο 1. αυτός που νυστάζει, ο νυσταλέος. 2. αυτός που αγαπά τον ύπνο, ο υπναράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπναλέον — ὑπναλέος seen in sleep masc acc sg ὑπναλέος seen in sleep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέων — ὑπναλέος seen in sleep fem gen pl ὑπναλέος seen in sleep masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέη — ὑπναλέος seen in sleep fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέην — ὑπναλέος seen in sleep fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέης — ὑπναλέος seen in sleep fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέοι — ὑπναλέος seen in sleep masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέοιο — ὑπναλέος seen in sleep masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπναλέοις — ὑπναλέος seen in sleep masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”